Τρίτη 5 Αυγούστου 2008

Ενστάσεις βιοκαλλιεργητών σε διάταγμα για τη λειτουργία των λαικών βιολογικών προιόντων

Σοβαρές ενστάσεις σε σχέση με το προεδρικό διάταγμα που προωθείται και αφορά τη λειτουργία των βιολογικών λαϊκών εκφράζουν οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι, οι βιοκαλλιεργητές. Ηδη από το 2005 ζητούν τη θέσπιση αυτοτελούς νομικού πλαισίου για τη λειτουργία των συγκεκριμένων αγορών, που στην Ελλάδα μπορεί να μοιάζουν καινοφανείς στο εξωτερικό όμως τέτοιες αγορές πώλησης προϊόντων αποκλειστικά από τους ίδιους τους παραγωγούς (farmers market) αποτελούν διαδεδομένη τακτική. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύονται οι τοπικές κοινωνίες και οι καταναλωτές, ενώ συγκρατούνται οι τιμές.

«Στην Ελλάδα όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο!» σχολιάζει η κ. Ιωάννα Θεοδοσίου, γραμματέας των Σωματείων Βιοκαλλιεργητών.

Tα σωματεία έχουν σοβαρές ενστάσεις σε σχέση με το σχέδιο του προεδρικού διατάγματος που έχει ήδη προωθηθεί για υπογραφή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, ζητούν να συμμετέχουν σε αυτές μόνο οι βιοκαλλιεργητές και όχι συνεταιρισμοί -όπως προβλέπεται από το διάταγμα-, δηλαδή εμπορικές οντότητες που θα αλλοιώσουν τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων αγορών. Παράλληλα, επιδιώκουν αποσύνδεση από τον Οργανισμό Λαϊκών Αγορών, στον οποίο άλλωστε δεν υπάρχει δική τους εκπροσώπηση. Γι’ αυτό εξάλλου προτείνουν την ονομασία «Αγορές Βιοκαλλιεργητών» έναντι του «Λαϊκές Αγορές Βιολογικών Προϊόντων» που προβλέπει το διάταγμα. Δυσαρέσκεια επίσης δημιουργεί και το σχεδιαζόμενο πλαίσιο έκδοσης αδειών, που ουσιαστικά περιορίζει τους παραγωγούς να δουλεύουν εντός των ορίων μιας μόνο νομαρχίας. Αυτό εξαναγκάζει πολλούς παραγωγούς που δεν καταφέρνουν να πουλούν τη σοδειά τους στην επικράτεια μιας νομαρχίας, να τη δίνουν σε εμπόρους μισοτιμής.

Αλλο σημείο που χρειάζεται αποσαφήνιση είναι ο προσδιορισμός των προϊόντων που οι παραγωγοί θα μπορούν να διαθέτουν στις αγορές. Οι ίδιοι επιθυμούν να υιοθετηθεί η θέση της Ε.Ε. που κάνει λόγο για προϊόντα φυτικής, ζωικής προέλευσης και μεταποιημένα. Αναγκαία ακόμη θεωρούν τα σωματεία των παραγωγών την απλοποίηση και τη μείωση του κόστους της γραφειοκρατικής διαδικασίας. Ενώ το κόστος για τη συμμετοχή στις αγορές είναι μόλις 200 ευρώ, με τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ανεβαίνει στα 5.000» υπογραμμίζει η κ.Θεοδοσίου.